προσακροβολιζομαι

προσακροβολιζομαι
    προσακροβολίζομαι
    προσ-ακροβολίζομαι
    завязывать стычки, беспокоить (мелкими нападениями) Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσακροβολιζομαι" в других словарях:

  • προσακροβολίζομαι — Α (αποθ.) ακροβολίζομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀκροβολίζομαι «αψιμαχώ, μάχομαι από μακριά ρίχνοντας βέλη και ακόντια»] …   Dictionary of Greek

  • προσακροβολιζομένους — προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres part mp masc acc pl προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσακροβολίζεσθαι — προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres inf mp προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»